- ὑποστρόγγυλος
- ὑποστρόγγυλοςsomewhat roundmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποστρόγγυλος — η, ο / ὑποστρόγγυλος, ον, ΝΜΑ [στρογγυλός] κάπως στρογγυλός … Dictionary of Greek
ὑποστρόγγυλον — ὑποστρόγγυλος somewhat round masc/fem acc sg ὑποστρόγγυλος somewhat round neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστρογγύλοις — ὑποστρόγγυλος somewhat round masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστρόγγυλα — ὑποστρόγγυλος somewhat round neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεμφοβλάστη — η ανατ. μεγάλο κύτταρο τού οποίου ο ογκώδης, υποστρόγγυλος ή ωοειδής πυρήνας έχει λεπτή χρωματινική υφή άωρου κυττάρου … Dictionary of Greek
οζίδιο — το [όζος (Ι)] 1. ιατρ. περιγεγραμμένος υποστρόγγυλος, μάλλον σκληρός και ψηλαφητός σχηματισμός που εντοπίζεται στο χόριο ή στον υποδόριο ιστό 2. ανατ. ανατομικός οζιδιοειδής σχηματισμός σε διάφορα μέρη τού σώματος 3. (βιοχ.) ο οζίτης … Dictionary of Greek
παραστρόγγυλος — ον, Α λίγο στρογγυλός, υποστρόγγυλος, στρογγυλωπός … Dictionary of Greek
στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… … Dictionary of Greek